- διδασκούσῃς
- διδάσκωinstructpres part act fem dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διδασκούσης — διδάσκω instruct pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι … Dictionary of Greek